ντεμέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντεμέλα | οι | ντεμέλες |
γενική | της | ντεμέλας | των | ντεμέλων |
αιτιατική | την | ντεμέλα | τις | ντεμέλες |
κλητική | ντεμέλα | ντεμέλες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεμέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεμέλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεμέλα
|