ντεκουπάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεκουπάρισμα < ντεκουπάρω + -ισμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.kuˈpa.ɾi.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεκουπάρισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντεκουπάρισμα
|
ντεκουπάρισμα ουδέτερο
|