Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοσήλιο τα νοσήλια
      γενική του νοσήλιου
νοσηλίου
των νοσήλιων
νοσηλίων
    αιτιατική το νοσήλιο τα νοσήλια
     κλητική νοσήλιο νοσήλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοσήλιο < ενικός τού νοσήλια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοσήλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία