νομιμοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομιμοφάνεια < νομιμοφανής
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομιμοφάνεια θηλυκό
- η ιδιότητα του νομιμοφανούς, το να φαίνεται κάτι σύμφωνο με τους νόμους χωρίς να είναι και στην ουσία του νόμιμο ή δίκαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομιμοφάνεια
|