νιαουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιαουρίζω < νιάου + -ρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
επεξεργασίανιαουρίζω
- κάνω νιάου
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) μιλάω σιγά και σέρνοντας τη φωνή μου, σαν να νιαουρίζει γάτα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νιάου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νιαουρίζω | νιαούριζα | θα νιαουρίζω | να νιαουρίζω | νιαουρίζοντας | |
β' ενικ. | νιαουρίζεις | νιαούριζες | θα νιαουρίζεις | να νιαουρίζεις | νιαούριζε | |
γ' ενικ. | νιαουρίζει | νιαούριζε | θα νιαουρίζει | να νιαουρίζει | ||
α' πληθ. | νιαουρίζουμε | νιαουρίζαμε | θα νιαουρίζουμε | να νιαουρίζουμε | ||
β' πληθ. | νιαουρίζετε | νιαουρίζατε | θα νιαουρίζετε | να νιαουρίζετε | νιαουρίζετε | |
γ' πληθ. | νιαουρίζουν(ε) | νιαούριζαν νιαουρίζαν(ε) |
θα νιαουρίζουν(ε) | να νιαουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νιαούρισα | θα νιαουρίσω | να νιαουρίσω | νιαουρίσει | ||
β' ενικ. | νιαούρισες | θα νιαουρίσεις | να νιαουρίσεις | νιαούρισε | ||
γ' ενικ. | νιαούρισε | θα νιαουρίσει | να νιαουρίσει | |||
α' πληθ. | νιαουρίσαμε | θα νιαουρίσουμε | να νιαουρίσουμε | |||
β' πληθ. | νιαουρίσατε | θα νιαουρίσετε | να νιαουρίσετε | νιαουρίστε | ||
γ' πληθ. | νιαούρισαν νιαουρίσαν(ε) |
θα νιαουρίσουν(ε) | να νιαουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νιαουρίσει | είχα νιαουρίσει | θα έχω νιαουρίσει | να έχω νιαουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νιαουρίσει | είχες νιαουρίσει | θα έχεις νιαουρίσει | να έχεις νιαουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νιαουρίσει | είχε νιαουρίσει | θα έχει νιαουρίσει | να έχει νιαουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νιαουρίσει | είχαμε νιαουρίσει | θα έχουμε νιαουρίσει | να έχουμε νιαουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νιαουρίσει | είχατε νιαουρίσει | θα έχετε νιαουρίσει | να έχετε νιαουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νιαουρίσει | είχαν νιαουρίσει | θα έχουν νιαουρίσει | να έχουν νιαουρίσει |
|