Ετυμολογία

επεξεργασία
νιαουρίζω < νιάου + -ρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

νιαουρίζω

  1. κάνω νιάου
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) μιλάω σιγά και σέρνοντας τη φωνή μου, σαν να νιαουρίζει γάτα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία