Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

miagolare < λατινική onomatopeica

  Ρήμα επεξεργασία

miagolare (it)

  1. κάποιος που τραγουδά, μιλάει, μονότονα
  2. νιαούρισμα της γάτας
  3. άνθρωπος που μιλάει με τρεμάμενη φωνή