Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
meow meows

meow (en)

ενεστώτας meow
γ΄ ενικό ενεστώτα meows
αόριστος meowed
παθητική μετοχή meowed
ενεργητική μετοχή meowing

meow (en)

  • νιαουρίζω, για γάτα που κάνει νιάου νιάου
      I heard a cat meowing outside the door.
    Άκουσα μια γάτα να νιαουρίζει έξω από την πόρτα.