Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
meow
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
meow
meows
meow
(en)
(
φωνή ζώου
,
ηχομιμητική λέξη
) το
νιάου
, η φωνή της
γάτας
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
meow
γ΄
ενικό
ενεστώτα
meows
αόριστος
meowed
παθητική μετοχή
meowed
ενεργητική
μετοχή
meowing
meow
(en)
νιαουρίζω
, για γάτα που κάνει νιάου νιάου
⮡
I heard a cat
meowing
outside the door.
Άκουσα μια γάτα να
νιαουρίζει
έξω από την πόρτα.
Πηγές
επεξεργασία
meow (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
meow (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries