ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νηφαλιότης αἱ νηφαλιότητες
      γενική τῆς νηφαλιότητος τῶν νηφαλιοτήτων
      δοτική τῇ νηφαλιότητ ταῖς νηφαλιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν νηφαλιότητ τὰς νηφαλιότητᾰς
     κλητική ! νηφαλιότης νηφαλιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νηφαλιότητε
γεν-δοτ τοῖν  νηφαλιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηφαλιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νηφάλιο(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηφαλιότης, -ητος θηλυκό