νηφαλιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νηφαλιότης | αἱ | νηφαλιότητες | ||||
γενική | τῆς | νηφαλιότητος | τῶν | νηφαλιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | νηφαλιότητῐ | ταῖς | νηφαλιότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | νηφαλιότητᾰ | τὰς | νηφαλιότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νηφαλιότης | νηφαλιότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηφαλιότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νηφαλιοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νηφαλιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νηφάλιο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηφαλιότης, -ητος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- νηφαλιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.