↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νηματόσταυρος οι νηματόσταυροι
      γενική του νηματοσταύρου
νηματόσταυρου
των νηματοσταύρων
    αιτιατική τον νηματόσταυρο τους νηματοσταύρους
νηματόσταυρους
     κλητική νηματόσταυρε νηματόσταυροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηματόσταυρος < νήμα(τος) + σταυρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηματόσταυρος αρσενικό

  • το πλέγμα που σχηματίζεται στο εστιακό επίπεδο της διόπτρας των οργάνων υψηλής ακρίβειας. Αποτελείται από οριζόντιες και κάθετες νηματοειδείς γραμμές οι οποίες, προσδιορίζοντας τον οπτικό άξονα, εξυπηρετούν τον αυτόματο προσανατολισμό στην αστρονομία, την τοπογραφία, στη στόχευση με όπλα κ.ά.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία