Δείτε επίσης: νή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νη ουδέτερο άκλιτο

πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

νη

  • αχώριστο προθεματικό αρνητικό μόριο με την έννοια του άνευ, χωρίς (σαν το στερητικό ἀν- προ φωνήεντος)