Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφροστομία οι νεφροστομίες
      γενική της νεφροστομίας των νεφροστομιών
    αιτιατική τη νεφροστομία τις νεφροστομίες
     κλητική νεφροστομία νεφροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφροστομία < νεφρ(ο) + -ο- + -στομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεφροστομία θηλυκό

  • (ιατρική) η τοποθέτηση σωλήνα / καθετήρα στο νεφρό από το δέρμα σε περίπτωση απόφραξης (διαδερμική νεφροστομία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία