νερφάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νερφάρω < νερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική nerf
Ρήμα
επεξεργασίανερφάρω, αόρ.: νερφάρισα/νέρφαρα, παθ.φωνή: νερφάρομαι, π.αόρ.: νερφαρίστηκα, μτχ.π.π.: νερφαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) μειώνω τη δύναμη κάποιου πράγματος σε διαδικτυακό παιχνίδι τροποποιώντας τα χαρακτηριστικά του
- ⮡ Πρέπει να νερφαριστεί αυτός ο χαρακτήρας, είναι πάρα πολύ όου-πι!
- ≈ συνώνυμα: εξασθενίζω, αποδυναμώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νερφάρω | νέρφαρα | θα νερφάρω | να νερφάρω | νερφάροντας | |
β' ενικ. | νερφάρεις | νέρφαρες | θα νερφάρεις | να νερφάρεις | νέρφαρε | |
γ' ενικ. | νερφάρει | νέρφαρε | θα νερφάρει | να νερφάρει | ||
α' πληθ. | νερφάρουμε | νερφάραμε | θα νερφάρουμε | να νερφάρουμε | ||
β' πληθ. | νερφάρετε | νερφάρατε | θα νερφάρετε | να νερφάρετε | νερφάρετε | |
γ' πληθ. | νερφάρουν(ε) | νέρφαραν νερφάραν(ε) |
θα νερφάρουν(ε) | να νερφάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νερφάρισα | θα νερφαρίσω | να νερφαρίσω | νερφαρίσει | ||
β' ενικ. | νερφάρισες | θα νερφαρίσεις | να νερφαρίσεις | νερφάρισε | ||
γ' ενικ. | νερφάρισε | θα νερφαρίσει | να νερφαρίσει | |||
α' πληθ. | νερφαρίσαμε | θα νερφαρίσουμε | να νερφαρίσουμε | |||
β' πληθ. | νερφαρίσατε | θα νερφαρίσετε | να νερφαρίσετε | νερφαρίστε | ||
γ' πληθ. | νερφάρισαν νερφαρίσαν(ε) |
θα νερφαρίσουν(ε) | να νερφαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νερφαρίσει | είχα νερφαρίσει | θα έχω νερφαρίσει | να έχω νερφαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νερφαρίσει | είχες νερφαρίσει | θα έχεις νερφαρίσει | να έχεις νερφαρίσει | έχε νερφαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει νερφαρίσει | είχε νερφαρίσει | θα έχει νερφαρίσει | να έχει νερφαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νερφαρίσει | είχαμε νερφαρίσει | θα έχουμε νερφαρίσει | να έχουμε νερφαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νερφαρίσει | είχατε νερφαρίσει | θα έχετε νερφαρίσει | να έχετε νερφαρίσει | έχετε νερφαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν νερφαρίσει | είχαν νερφαρίσει | θα έχουν νερφαρίσει | να έχουν νερφαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) νερφαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) νερφαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) νερφαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) νερφαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νερφάρομαι | νερφαρόμουν(α) | θα νερφάρομαι | να νερφάρομαι | ||
β' ενικ. | νερφάρεσαι | νερφαρόσουν(α) | θα νερφάρεσαι | να νερφάρεσαι | νερφάρου | |
γ' ενικ. | νερφάρεται | νερφαρόταν(ε) | θα νερφάρεται | να νερφάρεται | ||
α' πληθ. | νερφαρόμαστε | νερφαρόμαστε νερφαρόμασταν |
θα νερφαρόμαστε | να νερφαρόμαστε | ||
β' πληθ. | νερφάρεστε | νερφαρόσαστε νερφαρόσασταν |
θα νερφάρεστε | να νερφάρεστε | νερφάρεστε | |
γ' πληθ. | νερφάρονται | νερφάρονταν νερφαρόντουσαν |
θα νερφάρονται | να νερφάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νερφαρίστηκα | θα νερφαριστώ | να νερφαριστώ | νερφαριστεί | ||
β' ενικ. | νερφαρίστηκες | θα νερφαριστείς | να νερφαριστείς | νερφαρίσου | ||
γ' ενικ. | νερφαρίστηκε | θα νερφαριστεί | να νερφαριστεί | |||
α' πληθ. | νερφαριστήκαμε | θα νερφαριστούμε | να νερφαριστούμε | |||
β' πληθ. | νερφαριστήκατε | θα νερφαριστείτε | να νερφαριστείτε | νερφαριστείτε | ||
γ' πληθ. | νερφαρίστηκαν νερφαριστήκαν(ε) |
θα νερφαριστούν(ε) | να νερφαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νερφαριστεί | είχα νερφαριστεί | θα έχω νερφαριστεί | να έχω νερφαριστεί | νερφαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις νερφαριστεί | είχες νερφαριστεί | θα έχεις νερφαριστεί | να έχεις νερφαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει νερφαριστεί | είχε νερφαριστεί | θα έχει νερφαριστεί | να έχει νερφαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νερφαριστεί | είχαμε νερφαριστεί | θα έχουμε νερφαριστεί | να έχουμε νερφαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε νερφαριστεί | είχατε νερφαριστεί | θα έχετε νερφαριστεί | να έχετε νερφαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νερφαριστεί | είχαν νερφαριστεί | θα έχουν νερφαριστεί | να έχουν νερφαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι νερφαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι νερφαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν νερφαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν νερφαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι νερφαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι νερφαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι νερφαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι νερφαρισμένοι |