Ετυμολογία

επεξεργασία
νερφάρω < νερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική nerf

νερφάρω, αόρ.: νερφάρισα/νέρφαρα, παθ.φωνή: νερφάρομαι, π.αόρ.: νερφαρίστηκα, μτχ.π.π.: νερφαρισμένος

⮡  Πρέπει να νερφαριστεί αυτός ο χαρακτήρας, είναι πάρα πολύ όου-πι!
 συνώνυμα: εξασθενίζω, αποδυναμώνω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: νέρφαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: νερφάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία