μπαφάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαφάρω < μπαφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική buff
Ρήμα
επεξεργασίαμπαφάρω, αόρ.: μπαφάρισα/μπάφαρα, παθ.φωνή: μπαφάρομαι, π.αόρ.: μπαφαρίστηκα, μτχ.π.π.: μπαφαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) ενισχύω κάτι σε διαδικτυακό παιχνίδι μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά του
- ⮡ Νερφαρίστηκε επιτέλους ο νέος ήρωας, αλλά πιο σημαντικό είναι το πως μπάφαραν το μέιν μου!
- ≈ συνώνυμα: ενισχύω, δυναμώνω, ενδυναμώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαφάρω | μπάφαρα | θα μπαφάρω | να μπαφάρω | μπαφάροντας | |
β' ενικ. | μπαφάρεις | μπάφαρες | θα μπαφάρεις | να μπαφάρεις | μπάφαρε | |
γ' ενικ. | μπαφάρει | μπάφαρε | θα μπαφάρει | να μπαφάρει | ||
α' πληθ. | μπαφάρουμε | μπαφάραμε | θα μπαφάρουμε | να μπαφάρουμε | ||
β' πληθ. | μπαφάρετε | μπαφάρατε | θα μπαφάρετε | να μπαφάρετε | μπαφάρετε | |
γ' πληθ. | μπαφάρουν(ε) | μπάφαραν μπαφάραν(ε) |
θα μπαφάρουν(ε) | να μπαφάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαφάρισα | θα μπαφαρίσω | να μπαφαρίσω | μπαφαρίσει | ||
β' ενικ. | μπαφάρισες | θα μπαφαρίσεις | να μπαφαρίσεις | μπαφάρισε | ||
γ' ενικ. | μπαφάρισε | θα μπαφαρίσει | να μπαφαρίσει | |||
α' πληθ. | μπαφαρίσαμε | θα μπαφαρίσουμε | να μπαφαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μπαφαρίσατε | θα μπαφαρίσετε | να μπαφαρίσετε | μπαφαρίστε | ||
γ' πληθ. | μπαφάρισαν μπαφαρίσαν(ε) |
θα μπαφαρίσουν(ε) | να μπαφαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαφαρίσει | είχα μπαφαρίσει | θα έχω μπαφαρίσει | να έχω μπαφαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαφαρίσει | είχες μπαφαρίσει | θα έχεις μπαφαρίσει | να έχεις μπαφαρίσει | έχε μπαφαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μπαφαρίσει | είχε μπαφαρίσει | θα έχει μπαφαρίσει | να έχει μπαφαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαφαρίσει | είχαμε μπαφαρίσει | θα έχουμε μπαφαρίσει | να έχουμε μπαφαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαφαρίσει | είχατε μπαφαρίσει | θα έχετε μπαφαρίσει | να έχετε μπαφαρίσει | έχετε μπαφαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μπαφαρίσει | είχαν μπαφαρίσει | θα έχουν μπαφαρίσει | να έχουν μπαφαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπαφαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπαφαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπαφαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπαφαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαφάρομαι | μπαφαρόμουν(α) | θα μπαφάρομαι | να μπαφάρομαι | ||
β' ενικ. | μπαφάρεσαι | μπαφαρόσουν(α) | θα μπαφάρεσαι | να μπαφάρεσαι | μπαφάρου | |
γ' ενικ. | μπαφάρεται | μπαφαρόταν(ε) | θα μπαφάρεται | να μπαφάρεται | ||
α' πληθ. | μπαφαρόμαστε | μπαφαρόμαστε μπαφαρόμασταν |
θα μπαφαρόμαστε | να μπαφαρόμαστε | ||
β' πληθ. | μπαφάρεστε | μπαφαρόσαστε μπαφαρόσασταν |
θα μπαφάρεστε | να μπαφάρεστε | μπαφάρεστε | |
γ' πληθ. | μπαφάρονται | μπαφάρονταν μπαφαρόντουσαν |
θα μπαφάρονται | να μπαφάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαφαρίστηκα | θα μπαφαριστώ | να μπαφαριστώ | μπαφαριστεί | ||
β' ενικ. | μπαφαρίστηκες | θα μπαφαριστείς | να μπαφαριστείς | μπαφαρίσου | ||
γ' ενικ. | μπαφαρίστηκε | θα μπαφαριστεί | να μπαφαριστεί | |||
α' πληθ. | μπαφαριστήκαμε | θα μπαφαριστούμε | να μπαφαριστούμε | |||
β' πληθ. | μπαφαριστήκατε | θα μπαφαριστείτε | να μπαφαριστείτε | μπαφαριστείτε | ||
γ' πληθ. | μπαφαρίστηκαν μπαφαριστήκαν(ε) |
θα μπαφαριστούν(ε) | να μπαφαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπαφαριστεί | είχα μπαφαριστεί | θα έχω μπαφαριστεί | να έχω μπαφαριστεί | μπαφαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπαφαριστεί | είχες μπαφαριστεί | θα έχεις μπαφαριστεί | να έχεις μπαφαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπαφαριστεί | είχε μπαφαριστεί | θα έχει μπαφαριστεί | να έχει μπαφαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαφαριστεί | είχαμε μπαφαριστεί | θα έχουμε μπαφαριστεί | να έχουμε μπαφαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπαφαριστεί | είχατε μπαφαριστεί | θα έχετε μπαφαριστεί | να έχετε μπαφαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαφαριστεί | είχαν μπαφαριστεί | θα έχουν μπαφαριστεί | να έχουν μπαφαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπαφαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι μπαφαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπαφαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπαφαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπαφαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπαφαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπαφαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπαφαρισμένοι |