↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροχελίδονο τα νεροχελίδονα
      γενική του νεροχελίδονου των νεροχελίδονων
    αιτιατική το νεροχελίδονο τα νεροχελίδονα
     κλητική νεροχελίδονο νεροχελίδονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεροχελίδονο < νερό + χελιδόνι + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεροχελίδονο ουδέτερο

  • παρυδάτιο πτηνό της οικογένειας των Γλαρεολιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία