Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεοφροϊδίστρια οι νεοφροϊδίστριες
      γενική της νεοφροϊδίστριας των νεοφροϊδιστριών
    αιτιατική τη νεοφροϊδίστρια τις νεοφροϊδίστριες
     κλητική νεοφροϊδίστρια νεοφροϊδίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοφροϊδίστρια < νεοφροϊδιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοφροϊδίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεοφροϊδιστής