νεαρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεαρότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι νεαρό(ς)
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) φρεσκάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεαρότητα
|
Δείτε επίσης : νεότητα |
νεαρότητα θηλυκό
|