ναυτασφαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυτασφαλιστής < ναυτ- + ασφαλιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτασφαλιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που κάνει ναυτασφαλίσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτασφαλιστής
|
ναυτασφαλιστής αρσενικό
|