Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτίαση οι ναυτιάσεις
      γενική της ναυτίασης* των ναυτιάσεων
    αιτιατική τη ναυτίαση τις ναυτιάσεις
     κλητική ναυτίαση ναυτιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυτιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτίαση < μεσαιωνική ελληνική ναυτίασις[1] < αρχαία ελληνική ναυτιάω < ναυτία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτίαση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ναυτίασις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)