Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυλομεσιτεία οι ναυλομεσιτείες
      γενική της ναυλομεσιτείας των ναυλομεσιτειών
    αιτιατική τη ναυλομεσιτεία τις ναυλομεσιτείες
     κλητική ναυλομεσιτεία ναυλομεσιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυλομεσιτεία < ναυλομεσίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυλομεσιτεία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): η προμήθεια του ναυλομεσίτη
    η ναυλομεσιτεία υπολογίζεται επί τοις εκατό του συμφωνηθέντος ναύλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία