ναυλομεσιτεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυλομεσιτεία < ναυλομεσίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυλομεσιτεία θηλυκό
- (ναυτικός όρος): η προμήθεια του ναυλομεσίτη
- η ναυλομεσιτεία υπολογίζεται επί τοις εκατό του συμφωνηθέντος ναύλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυλομεσιτεία
|