Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νασερισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νασερισμ
ός
οι
νασερισμ
οί
γενική
του
νασερισμ
ού
των
νασερισμ
ών
αιτιατική
τον
νασερισμ
ό
τους
νασερισμ
ούς
κλητική
νασερισμ
έ
νασερισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νασερισμός
< (
ανθρωπωνυμικό
)
Νάσερ
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νασερισμός
αρσενικό
(
πολιτική
): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του
Νάσερ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νασερισμός