ναρκοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναρκοθεραπεία < αγγλική narcotherapy
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naɾ.ko.θe.ɾaˈpi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναρκοθεραπεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναρκοθεραπεία
ναρκοθεραπεία θηλυκό