νανόμπουφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νανόμπουφος | οι | νανόμπουφοι |
γενική | του | νανόμπουφου & νανομπούφου |
των | νανόμπουφων & νανομπούφων |
αιτιατική | τον | νανόμπουφο | τους | νανόμπουφους & νανομπούφους |
κλητική | νανόμπουφε | νανόμπουφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίανανόμπουφος αρσενικό
- (πτηνό) μικρός μπούφος, κουκουβάγια του είδους Άσιος ο ώτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νανόμπουφος
|