Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύρμηγκας οι μύρμηγκες
      γενική του μύρμηγκα των μυρμήγκων
    αιτιατική τον μύρμηγκα τους μύρμηγκες
     κλητική μύρμηγκα μύρμηγκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύρμηγκας < μέρμηγκας με λόγια επίδραση (του αρχαίου ύψιλον μυρμηκ-)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύρμηγκας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία