μόχλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μόχλευσῐς | αἱ | μοχλεύσεις |
γενική | τῆς | μοχλεύσεως | τῶν | μοχλεύσεων |
δοτική | τῇ | μοχλεύσει | ταῖς | μοχλεύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μόχλευσῐν | τὰς | μοχλεύσεις |
κλητική ὦ! | μόχλευσῐ | μοχλεύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοχλεύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μοχλευσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόχλευσις < αρχαία ελληνική μοχλεύω < μοχλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόχλευσις, -εως θηλυκό
- χρήση μοχλού για μετακίνηση κάποιου αντικειμένου
- τὴν δὲ μόχλευσιν πλάτος ἔχοντι μοχλῷ μοχλεύειν (Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων, 74)
- (μεταφορικά) (ελληνιστική σημασία) εξάλειψη, ξερίζωμα
Πηγές
επεξεργασία- μόχλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.