Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μωρόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μωρόπουλ
ο
τα
μωρόπουλ
α
γενική
του
μωρόπουλ
ου
των
μωρόπουλ
ων
αιτιατική
το
μωρόπουλ
ο
τα
μωρόπουλ
α
κλητική
μωρόπουλ
ο
μωρόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μωρόπουλο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μωρόπουλο
ουδέτερο
(
κεφαλονίτικο ιδίωμα
) κολοκυθάκι (πράσινο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μωρόπουλο