ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μυρσινέλαιον τὰ μυρσινέλαι
      γενική τοῦ μυρσινελαίου τῶν μυρσινελαίων
      δοτική τῷ μυρσινελαί τοῖς μυρσινελαίοις
    αιτιατική τὸ μυρσινέλαιον τὰ μυρσινέλαι
     κλητική ! μυρσινέλαιον μυρσινέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρσινελαίω
γεν-δοτ τοῖν  μυρσινελαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυρσινέλαιον < μυρσίν(η) + -έλαιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυρσινέλαιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)