Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μυκητολογία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυκητολογία οι μυκητολογίες
      γενική της μυκητολογίας των μυκητολογιών
    αιτιατική τη μυκητολογία τις μυκητολογίες
     κλητική μυκητολογία μυκητολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυκητολογία < μύκητ(ας) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυκητολογία θηλυκό

  1. (βιολογία) επιστημονικός κλάδος μελέτης των μυκήτων
    → δείτε  Κατηγορία:Μυκητολογία (νέα ελληνικά)
  2. (ιατρική) ιατρικός παθολογικός κλάδος που μελετά τις μυκητιάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία