μυκητολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυκητολογία < μύκητ(ας) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυκητολογία θηλυκό
- (βιολογία) επιστημονικός κλάδος μελέτης των μυκήτων
- (ιατρική) ιατρικός παθολογικός κλάδος που μελετά τις μυκητιάσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυκητολογία
|