μυδρίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μυδρίασῐς | αἱ | μυδριάσεις | ||||
γενική | τῆς | μυδριάσεως | τῶν | μυδριάσεων | ||||
δοτική | τῇ | μυδριάσει | ταῖς | μυδριάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μυδρίασῐν | τὰς | μυδριάσεις | ||||
κλητική ὦ! | μυδρίασῐ | μυδριάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυδριάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μυδριασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυδρίασις (ελληνιστική κοινή) < υποθετικό ρήμα *μυδριά(ω) + -σις [1] ήαρχαία ελληνική μύδρ(ος) + -ίασις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυδρίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μύδρος (& μυδρίασις) σελ. 975 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- μυδρίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.