μυδομακαρονάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυδομακαρονάδα < μύδι + -ο- + μακαρονάδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυδομακαρονάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) μακαρονάδα με μύδια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μύδι και μακαρονάδα