Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπότης οι μπότηδες
      γενική του μπότη των μπότηδων
    αιτιατική τον μπότη τους μπότηδες
     κλητική μπότη μπότηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπότης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπότης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Μπότηδες, τοπικό έθιμο της Κέρκυρας όπου σπάνε κανάτες στο δρόμο το Μεγάλο Σάββατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία