↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουζιέρα οι μπουζιέρες
      γενική της μπουζιέρας
    αιτιατική την μπουζιέρα τις μπουζιέρες
     κλητική μπουζιέρα μπουζιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουζιέρα < μπούζι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουζιέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία