μπουγατσοτυρόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουγατσοτυρόπιτα < μπουγάτσ(α) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουγατσοτυρόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) μπουγάτσα με γέμιση τυριού, τυρόπιτα με φύλλο μπουγάτσας
μπουγατσοτυρόπιτα θηλυκό