μποά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμποά ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία, παρωχημένο) είδος εντυπωσιακού κασκόλ από γούνα ή φτερά που φοριούνταν από γυναίκες επ’ ώμων με εντυπωσιακό επίσημο ντύσιμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόας