Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπεχαβιορισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπεχαβιορισμ
ός
οι
μπεχαβιορισμ
οί
γενική
του
μπεχαβιορισμ
ού
των
μπεχαβιορισμ
ών
αιτιατική
τον
μπεχαβιορισμ
ό
τους
μπεχαβιορισμ
ούς
κλητική
μπεχαβιορισμ
έ
μπεχαβιορισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπεχαβιορισμός
αρσενικό
(
ψυχολογία
)
άλλη μορφή
του
μπιχεβιορισμός