Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαχταλές οι μπαχταλέδες
      γενική του μπαχταλέ των μπαχταλέδων
    αιτιατική τον μπαχταλέ τους μπαχταλέδες
     κλητική μπαχταλέ μπαχταλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαχταλές < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαχταλές αρσενικό, πληθυντικός μπαχαταλέδες

  Μεταφράσεις επεξεργασία