μπαχταλές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαχταλές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαχταλές αρσενικό, πληθυντικός μπαχαταλέδες
- γιγάντιο γυναικείο στήθος· Λέξη που χρησιμοποιείται εκτενώς σε περιοχές της Ηπείρου και ειδικότερα στα Ιωάννινα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαχταλές
|