Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαστούρα οι μπαστούρες
      γενική της μπαστούρας
    αιτιατική την μπαστούρα τις μπαστούρες
     κλητική μπαστούρα μπαστούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαστούρα < ιταλική mpastura

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαστούρα θηλυκό, πληθυντικός μπαστούρες

  • στη ναξιακή και ευρύτερα την κυκλαδική διάλεκτο: ο ποδόδεσμος των ζώων.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • πρόκειται για κοντό σχοινί με ακραίους κόμπους όπου προσδένονται το μπροστινό με το πίσω πόδι, ίδιας πλευράς, αιγοπροβάτων, βοοειδών, ημιόνων κ.λπ. για να μη απομακρύνονται, ή να υπερπηδούν φράκτες.

Παράγωγα επεξεργασία

  1. μπαστούρωμα
  2. μπαστουρωμένος
  3. μπαστουρώνω
  4. ξεμπαστούρωτος
  5. ξεμπαστουρώνω
  6. αμπαστούρωτος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία