Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαστουρώνω < μπαστούρα

  Ρήμα επεξεργασία

μπαστουρώνω

  • περνάω μπαστούρα ή μπαστούρες σε ζώο ή κοπάδι ζώων.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία