Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαστουρώνω < μπαστούρα

μπαστουρώνω

  • περνάω μπαστούρα ή μπαστούρες σε ζώο ή κοπάδι ζώων.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία