Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρμπαρέσα οι μπαρμπαρέσες
      γενική της μπαρμπαρέσας
    αιτιατική την μπαρμπαρέσα τις μπαρμπαρέσες
     κλητική μπαρμπαρέσα μπαρμπαρέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαρμπαρέσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρμπαρέσα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχοινί πλοίου με το οποίο προσδένονται άλλα σχοινιά ή σχοινί / αλυσίδα στερεωμένο στο κατάστρωμα από τη μια άκρη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία