μπαρμπάτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαρμπάτσι | τα | μπαρμπάτσια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαρμπάτσι | τα | μπαρμπάτσια |
κλητική | μπαρμπάτσι | μπαρμπάτσια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαρμπάτσι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρμπάτσι ουδέτερο
- (ιδιωματικό): αυτός που φοράει κοντοβράκα, ο κοντοβρακάς που αφήνει γυμνές τις γάμπες του (στη μικρασιατική διάλεκτο)
- φαίνεται πως τα μπαρμπάτσια της Σμύρνης ξεχώριζαν για την ομορφιά τους, όπως μαρτυρά σχετικό σμυρναίικο τραγούδι:
- τση Σμύρνης τα μπαρμπάτσια στη Ρόδο αράξανε / τάδαν οι Ροδοπούλες κι αναστενάξανε
- (ιδιωματικό) αφεντικό
- Οι Μαρουσιώτες αποκαλούνται μεταξύ τους Μπαρμπάτσια, από τη λέξη «μπαρμπάτσι» που θα πει αφεντικό (Το ήξερες ότι... - Ένα θέμα που πρέπει όλοι οι Αθηναίοι να διαβάσουν!, athensmagazine.gr, 22 Νοεμβρίου 2016)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαρμπάτσι
|