κοντοβρακάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντοβρακάς < κοντοβράκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντοβρακάς αρσενικό
- αυτός που φοράει κοντοβράκα
- παλαιότερα, οι νησιώτες αποκαλούσαν σκωπτικά κοντοβρακάδες τα πληρώματα των ιστιοφόρων πλοίων και αλιευτικών σκαφών που εξ ανάγκης φορούσαν κοντύτερη βράκα που δεν ξεπερνούσε τα γόνατα.
Συνώνυμα επεξεργασία
- μπαρμπάτσι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντοβρακάς
|