μπαλακλάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαλακλάβα < αγγλική balaclava ονομασία της κουκούλας που έφτιαχναν οι Βρετανοί για να κρατιούνται ζεστοί οι στρατιώτες τους, μετά την μάχη της Μπαλακλάβα του 1854 < αγγλική Balaklava (πόλη της Κριμαίας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλακλάβα θηλυκό
- (ενδυμασία) κουκούλα που καλύπτει το κεφάλι αφήνοντας ανοίγματα μόνο για τα μάτια (ή και για το στόμα)