μπαζομετάλλευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαζομετάλλευμα < μπάζ(ο) + -ο- + μετάλλευμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαζομετάλλευμα ουδέτερο
- (σπάνιο) μπάζα ανάμικτα με μετάλλευμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαζομετάλλευμα
|
μπαζομετάλλευμα ουδέτερο
|