μούναρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μούναρος < μουν(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούναρος αρσενικό
- (προφορικό, χυδαίο) χαρακτηρισμός που δηλώνει θαυμασμό για την εξωτερική εμφάνιση μιας γυναίκας, σπανιότερα χρησιμοποιείται και για άντρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
μούναρος
|