Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μούναρος οι μούναροι
      γενική του μούναρου των μούναρων
    αιτιατική τον μούναρο τους μούναρους
     κλητική μούναρε μούναροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούναρος < μουν(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μούναρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία