Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνόψειρα οι μουνόψειρες
      γενική της μουνόψειρας των μουνόψειρων
    αιτιατική τη μουνόψειρα τις μουνόψειρες
     κλητική μουνόψειρα μουνόψειρες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνόψειρα < μουν(ί) + -ό- + ψείρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουνόψειρα θηλυκό

  • είδος ψείρας (συνήθως από συκιά κατά το καλοκαίρι) που στο ανθρώπινο σώμα εγκρίνει ως στέγη μόνο τον βουβωνικό χώρο & κυρίως τα γεννητικά όργανα

  Μεταφράσεις επεξεργασία