μουνόψειρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουνόψειρα θηλυκό
- είδος ψείρας (συνήθως από συκιά κατά το καλοκαίρι) που στο ανθρώπινο σώμα εγκρίνει ως στέγη μόνο τον βουβωνικό χώρο & κυρίως τα γεννητικά όργανα