Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουνότρυπα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μουνότρυπ
α
οι
μουνότρυπ
ες
γενική
της
μουνότρυπ
ας
των
μουνότρυπ
ων
αιτιατική
τη
μουνότρυπ
α
τις
μουνότρυπ
ες
κλητική
μουνότρυπ
α
μουνότρυπ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουνότρυπα
<
μουνί
+
-ό-
+
τρύπα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουνότρυπα
θηλυκό
(
χυδαίο
) η
τρύπα
του
μουνιού
, του
αιδοίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουνότρυπα