μουνής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουνής | οι | μουνήδες |
γενική | του | μουνή | των | μουνήδων |
αιτιατική | τον | μουνή | τους | μουνήδες |
κλητική | μουνή | μουνήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ο παλιάνθρωπος, συνήθως που κάνει μικρότητες κρυφά/πίσω από την πλάτη κάποιου