μορμονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μορμονισμός (μαρτυρείται από το 1889) < (λόγιο δάνειο) αγγλική mormonism [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμορμονισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μορμονισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.