μοριακότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοριακότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοριακότητα θηλυκό
(χημεία)
- συγκέντρωση διαλύματος
- στατιστική ποσόστωση συστατικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοριακότητα