Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονόδραμα τα μονοδράματα
      γενική του μονοδράματος των μονοδραμάτων
    αιτιατική το μονόδραμα τα μονοδράματα
     κλητική μονόδραμα μονοδράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόδραμα < μονό + δράμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόδραμα ουδέτερο

  1. είδος μουσικού θεάτρου που αποδίδεται από έναν μόνο ηθοποιό
  2. το απαγγελόμενο θεατρικό μέρος με συνοδεία ορχήστρας από ένα από τα κύρια πρόσωπα του έργου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία