Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονωσάς οι μονωσάδες
      γενική του μονωσά των μονωσάδων
    αιτιατική τον μονωσά τους μονωσάδες
     κλητική μονωσά μονωσάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονωσάς < μόνωσ(η) + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονωσάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία